укороченный - ορισμός. Τι είναι το укороченный
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι укороченный - ορισμός


укороченный      
УКОР'ОЧЕННЫЙ, укороченная, укороченное; укорочен, укорочена, укорочено. прич. страд. прош. вр. от укоротить
.
укорочение      
ср.
Процесс действия по знач. глаг.: укоротить.
Укороченный побег         
  • яблони]] с цветочными почками
Укоро́ченный побе́г, или брахибла́ст, — побег, для стебля которого характерны слабо выраженные междоузлия (крайне незначительные расстояния между соседними узлами).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για укороченный
1. Все старались попасть на укороченный одногодичный срок.
2. Сначала ему удался суперсложный укороченный удар.
3. - В прежние годы у футболистов "Локо" случался укороченный отпуск.
4. А молодым мамам, возможно, установят укороченный рабочий день.
5. Слушания этого дела стараются провести в укороченный срок.
Τι είναι укороченный - ορισμός